Εφυγε πριν λιγες μερες η θεια μου (αδερφη του πατερα μου )Βιβη Κατσαΐτη Συκιωτη σε ηλικια 98 χρονων.Ερχομαι απο μια οικογενεια παλαιου τυπου απο κεινες που οι θειες ηταν και λιγο μαναδες μας.Μαλιστα η θεια μου η Βιβη (οπως και η Τερεζα απο την πλευρα της μανας μου) ηταν και κατα καποιο τροπο  υπευθυνη για την πολιτικη μου στρατευση που κρατα μια ζωη.

Με βιβλια κουβεντες παροτρυνση απο την εφηβικη ακομα ηλικια με εσπρωξε στην αριστερα. Αριστερη και η ιδια οπως και ο αντρας της ο Οδυσσεας που εφυγε σε σχετικα νεα ηλικια (φιλος και συντροφος του Λεκατσα προπολεμικα απο την Ιθακη)μελος της ΕΠΟΝ και του ΕΛΑΣ στην κατοχη και μετα(ειχε συλληφθει) με το ψευδωνυμο» Σοφια» ποτε δεν εφυγε απο την αριστερα.Μετα την διασπαση ακολουθησε σαν οργανωμενο μελος το ΚΚΕ εσ και κατεληξε (δυστυχως κατα τη γνωμη μου) στο τελος να ακολουθει το «εκσυγχρονιστικο»ΠΑΣΟΚ των Σημιτη και Βενιζελου.

Ηταν σε εκεινη την αστικη (μη προλεταριακη )αριστερα που διαβαζε βιβλια αγοραζε πινακες απο (ασημους τοτε) ζωγραφους που αργοτερα εγιναν γνωστα ονοματα της Ελληνικης τεχνης.Σε εκεινη την αριστερα που περιφρονουσε τα υλικα αγαθα αλλα ζουσε σε ομορφα σπιτια που αναζητουσε την αληθεια στο πνευμα αλλα δουλευε σκληρα.Που πιστευε σε εναν αλλο κοσμο δικαιοσυνης και αλληλεγγυης αλλα τελικα πανω απο ολα ηθελε μια Ελλαδα που θα ξεπερνουσε τον επαρχιωτισμο τον συντηρητισμο την υποτελεια που μας βασανιζαν και συνεχιζουν να μας βασανιζουν θα γινοταν ενα συγχρονο δημοκρατικο Ευρωπαικο ανεξαρτητο κρατος

Η ιδια απο οικογενεια ευκαταστατη της Κεφαλονιας (που ηρθε στην Αθηνα την δεκαετια του 1920 και κατοικησε σε ιδιοκτητο διορωφο σπιτι στα Εξαρχεια) ηταν κομματι αυτης της πρωτης αστικης ταξης του μεσοπολεμου μικρης και διακριτης οπου ολοι αυτοι που αργοτερα εγιναν διασημοι συγχρονοι πολιτικοι και καλλιτεχνες γνωριζονταν απο το σχολειο με τα μικρα τους ονοματα.Εξ αλλου μεγαλωσε σε ενα σπιτι βαθια θρησκευομενο (η ιδια εγινε αθεη) συντηρητικων αρχων (με πατερα μοναρχικο και πολυ αυστηρο με πολυχρονες σπουδες στο εξωτερικο)  και η δικη της επανασταση ηταν οχι μονο κοινωνικη αλλα και προσωπικη.Επιχειρηματιας στον χωρο της αισθητικης ανοιξε ενα απο τα πρωτα ινστιτουτα στην Αθηνα με πολυ δουλεια εφερε μηχανηματα και τεχνογνωσια απο το εξωτερικο ταξιδεψε και η ιδια αργοτερα σε ολο τον πλανητη (εγραψε μαλιστα και ενα μικρο βιβλιο με τις ταξιδιωτικες της εμπειριες)οχι μονο στην Ευρωπη αλλα και σε αλλα μερη.Κολυμβητρια μεχρι προχωρημενη ηλικια πανω απο τα 90, λατρης της Ιθακης τοπο καταγωγης του αντρα της.

Ενα πνευμα ανεξαρτητο ανυποτακτο σε καθε αυταρχισμο μια απο εκεινες της γυναικες που αλλαξαν την εικονα της γυναικας στην χωρα μας μετα τον πολεμο που αλλαξαν την χωρα μας.

Η θεια μου ηταν ενας απλος ανθρωπος.Γεματος αγαπη παντα ετοιμη να βοηθησει οπως μπορουσε αγωνιστρια στην ζωη, με υπεροχο ζεστο γαλαζιο βλεμμα που θα μεινει για παντα μεσα μου.Με αγαπουσε πολυ οπως λατρευε και τον πατερα μου τον αδερφο της  με μια αγαπη ξεχωριστη και βαθια.Το ιδιο την αγαπουσα την σεβομουν και την εκτιμουσα και εγω.

Δεν ηταν διασημη.Δεν ηταν πολιτικος καλλιτεχνης συγγραφεας δεν ειχε 150 χιλιαδες ακολουθους στα μεσα κοινωνικης δικτυωσης οπως διαβασα σημερα για ενα μοντελο.

Ηταν  ενας απλος ανθρωπος μια γυναικα δραστηρια ανεξαρτητη απο εκεινους τους ανθρωπους που ξαναεχτισαν την χωρα μετα τον εμφυλιο.Με δουλεια ονειρο καλοσυνη ευγενεια αλληλεγγυη ενα ηθος (που δεν εχει σχεση με την ηθικη)σταθερο σε ολη την ζωη .Ενας απλος καθημερινος ανθρωπος οπως τοσοι αλλοι αλλα και τοσο ξεχωριστος.

Βιβη Συκιωτη Κατσαΐτη.Ετσι για να υπαρχει το ονομα της στους ουρανους του διαδικτυου.

Aκολουθει κειμενο της Αμαλιας Ρουβαλη

Tην θεωρούσα πάντοτε «τρελλή κι αδέσποτη» την θεία Βιβή, είχε έναν τόνο φωνής επιτακτικό, τον κληρονόμησε στην μονοθυγατέρα της Έφη, το μέταλλο ήταν ωραίο. Είχαν όλοι, εκτός από την θεία Άννα, καταγάλανα μάτια, όλο το Κατσαϊταίικο, το πιο σκούρο γαλάζιο ήταν της Βιβής. Από παιδί, την θεωρούσα πολύ μπροστά από την εποχή της, είχε μιαν ανεμελιά και μια σοφία παράλληλα. Είχε παντρευτεί τον Οδυσσέα Συκιώτη, έναν καταμελάχρινο καλλονό, την καλλονή κληρονόμησε στην μονοθυγατέρα τους, επιχειρηματία, συλλέκτη γραμματοσήμων και σπαθιών. Ήταν μία γενιά που στις γυναίκες αρνιούνταν την πανεπιστημιακή μόρφωση, έτσι, η θεία Βιβή έγινε αισθητικός, για χρόνια είχαν ένα ινστιτούτο καλλονής στην Σόλωνος 45 μαζί με την μητέρα της Δήμητρας Γαλάνη. Αργότερα, επί Πατησίων και Κεφαλληνίας. Το σπίτι τους ήταν πάντα (από όσο εγώ θυμάμαι) στην αρχή της Δροσοπούλου, ένα πελώριο διαμέρισμα με διακόσμηση κλασσική, πίνακες αξίας και τα σπαθιά του Οδυσσέα. Τις προάλλες, που πήγαμε τον αδερφό κάπου εκεί, του έλεγα, «θυμάσαι?»-θυμάται. Είναι μία φωτογραφία από τον γάμο της θείας Ζωρζέττας, αδερφής της μάνας μας με τον Ντίνο Κατσαϊτη, αδερφό της θείας Βιβής, ο Γιώργος κρατάει μία πελώρια λαμπάδα και αργότερα έλεγε πως την είχε «σκάψει» με τα νύχια του, βλέποντας την ξαδέρφη Έφη. Αυτοί οι δυό υπήρξαν συμφοιτητές, φίλοι κι ο αδερφός μονίμως ερωτευμένος με την ξαδέρφη.
Η συγκυρία δεν είναι ποτέ θηριώδης, συμπίπτει, απλώς. Όταν ήρθαμε στην Αθήνα, μείναμε στην οδό Κωλέττη, δίπλα ακριβώς ήταν ένα μικρό κομψό νεοκλασσικό οίκημα. Εκεί είχε μείνει η οικογένεια Κατσαΐτη ως την δεκαετία του ’50, σώζεται ως σήμερα, ήταν μακαρονάδικο κάποτε, πηγαίναμε.

από αριστερά με το άσπρο ταγιέρ, η Βιβή, πάνω της με τα γυαλιά πεταλούδα η πάντα κομψή Άννα, η μόνη που απομένει, κάτω αριστερά με ύφος ¨δεν θέλω να με παίζετε» ο Μακουλιός, δίπλα του δεξιά η μάνα του Ζωρζέττα, σαν θεούσα, αυτή η πάντα υπέρκομψη,  του λόγου μου πάνω στο κράσπεδο με γυαλάκια, μετά την Άννα η Δέσποινα, η Κλυτώ, το κεφάλι του Ντίνου, το κεφάλι του αδερφού, εκδρομή στο Κεφαλάρι του Άργους, δεκαετία του ’60.
*είναι και μία αστεία ιστορία, της άγνοιας και της αφέλειας της νιότης: πήγαινα στο Παρίσι, λίγο μετά τα 18 ήμουν, μου ανέθεσε λοιπόν ο θείος Οδυσσέας να του φέρω καταλόγους με γραμματόσημα, μου έδωσε το ισόποσο σε γαλλικά φράγκα και τις διευθύνσεις, το χαζό κατάλαβε να του φέρω γραμματόσημα, γύρισα λοιπόν με κάτι φακέλλους από σπάνια γραμματόσημα, κεφαλές του Ερμή τα περισσότερα, από τα σπανιότερα, τα γνώριζα διότι η μάνα κι ο αδερφός περνούσαν ώρες να αγοράζουν και να τις τακτοποιούν σε άλμπουμ τις κεφαλές αυτές, θυμάμαι πως καθόμουν «ντούρα» στον φαρδύ καναπέ με ένα παλτό που αρνήθηκα να βγάλω, καρώ σε πράσινα και κόκκινα, ισιωμένα τα ατίθασα μαλλιά και, για πρώτη φορά με κάτι ματάκια τόσα δα, μόλις είχα αποφασίσει να πετάξω τα γυαλιά. Ο Οδυσσέας στενοχωρήθηκε μεν αλλά κατάλαβε την αμηχανία του παιδιού, ήθελα να ανοίξει το πάτωμα να με καταπιεί. Από τότε, κάθε φορά που έβλεπα τον θείο Οδυσσέα, δεν τολμούσα να τον κοιτάξω στα ωραία του κατάμαυρα μάτια, πάντα το καταλάβαινε και με έπιανε από το χέρι.άσχετο, υπήρξε μυθική η συλλογή του γραμματοσήμων, την δική μας έχω εγχειρήσει στον αδερφό, αγνοείται η τύχη τους*